σίβδα

σίβδα
σίβδᾱ , σίβδη
fem nom/voc/acc dual
σίβδᾱ , σίβδη
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σίβδας — σίβδᾱς , σίβδη fem acc pl σίβδᾱς , σίβδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίβδη — και δωρ. τ. σίβδα, ἡ, Α βλ. σίδη …   Dictionary of Greek

  • σίδη — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου στη Λακωνία, μετά το ακρωτήριο Μαλέα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία πήρε το όνομά της από μια Δαναΐδα, προς τιμή της οποίας ιδρύθηκε. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό …   Dictionary of Greek

  • σίβδαι — σίβδη fem nom/voc pl σίβδᾱͅ , σίβδη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”